χρυσολογχος

χρυσολογχος
    χρυσόλογχος
    χρῡσό-λογχος
    2
    вооруженный золотым копьем
    

(Παλλάς Eur., Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρυσολογχος" в других словарях:

  • χρυσόλογχος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.) 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι στρατιωτικό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λογχος (< λόγχη),… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολόγχης — και χρυσεόλογχης, ὁ, Α χρυσόλογχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + λόγχης (< λόγχη)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσολόγχου — χρῡσολόγχου , χρυσόλογχος with spear of gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλογχε — χρῡσόλογχε , χρυσόλογχος with spear of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»